|
чистить щёткой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чистить щёткой? — ψηκτρίζω как с (ново)греческого переводится слово ψηκτρίζω? — чистить щёткой — αντιστράτηγος — ξεκαθαρίζω — δοξολογώ — ανισορροπία — ηπαταλγία — αγκωνή — αχρόνιαστος — φυτεμένος — πλούμισμα — φολίδα — διακένωσις — απογοητευθείς — γαλαντλία — τυχαία — επονομάζω — αιγαιοπελαγικός — καπίκι — παρθενοφθορία — αμουργός — συννέφιασμα — βαρούλκο |
|||