|
дельфийский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дельфийский? — δελφικός как с (ново)греческого переводится слово δελφικός? — дельфийский — τρελλαίνω — αρνιακό — αντιστήριξη — παριστορώ — ρόχθος — πορνογράφημα — κοκαλιάρικος — αρωματοπώλης — υγράλατος — τμηματικώς — εξαερωτήρας — ακκισμα — αποκτιέμαι — αποστομώνω — Αγγλοσάξωνας — αλίπαστος — λιγο- — παραμονεύω — δεντρόφυτος — δόμος — μακροκατάληκτος |
|||