|
η анат. яичник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово яичник? — ωοθήκη как с (ново)греческого переводится слово ωοθήκη? — яичник — ευταξία — συγχωριανός — ισχυρογνώμων — αμπαρώνω — επενδυτής — λερώνει — ριζάρι — φυτοπαράσιτα — υπερεντείνω — παλαμύδα — ακοομετρία — έντομο — λευκών — αλεσφερίσι — υδροθερμικός — αμηχανώ — ευφημώ — κακοφτιαγμένος — φακελάκι — ξελαχανιάζω — ακαματιά |
|||