Новогреческий словарь
χωματίλα
χωματίλα
η
запах земли
;
===
μυρίζω ~ — предчувствовать смерть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
запах земли
? —
χωματίλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
χωματίλα
? — запах земли
#
(ново)греческий словарь
—
δυσυπέρβλητος
—
μικροκτηματίας
—
διακατέχω
—
τηλεφωνώ
—
σπληνογραφία
—
πρόπλασμα
—
μελωδία
—
συνεπαρχιώτης
—
αμετρολογία
—
απολιπαίνω
—
δεκάρχης
—
καμόρρα
—
δυσπνοϊκός
—
βιβλιοσυλλέκτις
—
ευήλιος
—
ευοδώνομαι
—
πάτρων
—
ραδιοθεραπευτικός
—
εκλέγειν
—
βλαστολόγία
—
ουροφόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве