|
η ствол, дуло (ружья, пистолета) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ствол? — κάννη как на (ново)греческом будет слово дуло? — κάννη как с (ново)греческого переводится слово κάννη? — ствол, дуло — μελλοντολόγος — τσάτρα-πάτρα — κατάσταση — επιτροπεύσιμος — μπατάγια — ξεσκώ — ήτα — στραβοχυμένος — ωροσκόπος — βερνίκι — άνοπτος — ζεόλιθος — τέφρα — απευθισμένο — ωσμογράφος — μικροβιολόγος — περιπτωσιολογία — δυσπεψία — οιωνοσκοπία — εκμανθάνω — κρημνώδης |
|||