|
η мед. шок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шок? — καταπληξία как с (ново)греческого переводится слово καταπληξία? — шок — αγλωσσία — αναδημιουργικά — αγούνωτος — επείγομαι — άσχετος — χουρμαδιά — ημιόριο — ολόγυμνος — μποτάκι — μερομίσθι — νιοφερμένος — σπειρώμαι — οδοιπόρος — καννάβι — αρμπαρόρριζα — ασκίσιος — βραγιά — βακτηριολόγος — μαντεύομαι — προσκαλνάω — πρόσπαππος |
|||