|
η бот. мальва #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мальва? — μολόχα как с (ново)греческого переводится слово μολόχα? — мальва — ξυράφι — εβενουργός — αντιπολεμώ — δαγκώνω — ρετσιτατίβο — φιλές — αριστειούχος — βλαισοποδία — ανάντη — θολίσκος — ανακούρκουδα — ωφελιμίστρια — παράφωνος — αυτοχτονώ — βρογχοπνευμονικός — πηγμένος — τρελλοκομείο — σύγυρο — επανάταξη — αλέστα — ασαρκίο |
|||