|
заканчивать, доводить до конца #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заканчивать? — αποτερματίζω как на (ново)греческом будет слово доводить до конца? — αποτερματίζω как с (ново)греческого переводится слово αποτερματίζω? — заканчивать, доводить до конца — μπιρόνι — χαρακτηρισμός — ναί — ειρωνεία — γέμωση — οργυιά — ακονίζω — άγγιαγμα — βαμβακοκαλλιέργεια — επισκευαστής — αφιλοκαλία — απαξιώνω — τόσο — συναλλαγματοβόρος — διαυγασμός — ζορκιά — πολλαπλασιάζω — λογιστική — μαυραγορήτισσα — καταπλημμυρίζω — σαββατογεννημένος |
|||