|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οικίζω? — — κωλομάγουλο — αντίδερο — απολογιέμαι — ασηπτώ — αερισμός — μασκέ — κυρ — οργανωμένος — ιουδαϊκός — βλαστικότητα — επισημειώνω — ελεοθεροστομώ — σαϊτεύω — γυαλιστής — ρυπαρότητα — αξιολογία — ανεκρίζωτος — ώρα — αποβάλλω — τροπολογία — ελικτός |
|||