|
ο 1) мышь; 2) крыса; 3) мышца #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мышь? — ποντικός как на (ново)греческом будет слово крыса? — ποντικός как на (ново)греческом будет слово мышца? — ποντικός как с (ново)греческого переводится слово ποντικός? — мышь, крыса, мышца — ευκολοκυρίευτος — εκπίπτω — υπερκάθαρση — φάρμακο — πρωθιέρεια — σκουπόξυλο — στομαχοσκοπικός — στραβοκεφαλιά — ηχόμετρο — στόλος — αγναντιάζω — αβδελλώνω — εξιδανικευτικός — ορφικός — εφτάτομος — αντιπαραλληλίζω — στοπάρισμα — μπαμπακένιος — φιλάρας — γερουσιαστής — αιγοτρόφος |
|||