|
το украшение; === ~ μου! — [phrase]сокровище моё![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово украшение? — τζοβαΐρι как с (ново)греческого переводится слово τζοβαΐρι? — украшение — πυροβολικό — επαύριον — αράχνη — μετάβαση — εκλαϊκευτής — μόρφημα — μαγγανικός — ανακεφαλαίωση — άνεγνοιος — υπαρξιστικός — κοινιάζω — καρεκλοπόδαρο — λεβεντάνθρωπος — πλήξη — αλανιάρης — εκπωμάτωση — παραισθησία — μονολιθικότητα — ελεεινότητα — αντιτάσσω — πιανίστας |
|||