Новогреческий словарь
τζοβαΐρι
τζοβαΐρι
το
украшение
;
===
~ μου! — [phrase]сокровище моё![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
украшение
? —
τζοβαΐρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
τζοβαΐρι
? — украшение
#
(ново)греческий словарь
—
ανίχνευτος
—
βελοθυρίς
—
αλεξικέραυνο
—
γλυκοτραγουδισμένος
—
απαλύνω
—
πιτυρόλουτρο
—
χάλκευμα
—
βρίσκομαι
—
μεταλλωρυχείο
—
απότωτος
—
ερημοσπίτης
—
καλάμι
—
αλληλοδανείζομαι
—
οσφραίνομαι
—
καρούλι
—
καστέλλι
—
τοιχοκόλληση
—
λιμένιο
—
αψυχία
—
κοντοστέκομαι
—
ασημόκουπα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве