Новогреческий словарь
εναντιολογία
εναντιολογία
η 1)
возражение
;
άφησε τίς ~ίες — [phrase]перестань мне противоречить[/phrase]
;
χωρίς ~ίες — без возражений, беспрекословно
;
2)
противоречие
;
περιπίπτω εις ~ίες — впасть в противоречие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
возражение
? —
εναντιολογία
как на
(ново)греческом
будет слово
противоречие
? —
εναντιολογία
как с
(ново)греческого
переводится слово
εναντιολογία
? — возражение, противоречие
#
(ново)греческий словарь
—
πατσατζήδικο
—
ανθρακιάζω
—
αφοδεύω
—
δενδροτόμηση
—
συνδρομήτρια
—
ανακίνηση
—
λουσάτος
—
εναπομένω
—
εξοδεύω
—
κεφαλοδεμένος
—
προεισροή
—
σμέρνα
—
διαδύομαι
—
αμπελιάτικα
—
ανεμιστής
—
φώραση
—
αλόξευτος
—
φαρμακαποθήκη
—
στωϊκισμός
—
σολαρία
—
αναισθησιολόγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω