συνδεσμολογία

формы словаβ
συνδεσμολογία



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συνδεσμολογία? —


πτώσημελιτριόζηΦ;φμεταμεσημβρινόςδακτυλιωτόςπικρογέλαστοςαγριομηλιάκάθειρξηονομασιολογικόςνατουραλίστριαβοώκόνικλοςποζάρωξέχωσμαφινάλεαλτρουιστήςταιριαστόςαετομάτισσαψωμοζήτηςντουγρούαξεδιάλεχτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit