|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνδεσμολογία? — — πτώση — μελιτριόζη — Φ;φ — μεταμεσημβρινός — δακτυλιωτός — πικρογέλαστος — αγριομηλιά — κάθειρξη — ονομασιολογικός — νατουραλίστρια — βοώ — κόνικλος — ποζάρω — ξέχωσμα — φινάλε — αλτρουιστής — ταιριαστός — αετομάτισσα — ψωμοζήτης — ντουγρού — αξεδιάλεχτος |
|||