|
ο штукатур #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штукатур? — σμμοκονιαστής как с (ново)греческого переводится слово σμμοκονιαστής? — штукатур — δετικά — διάπλευση — λύγξ — σέβας — θεονήσηκος — τριτοπρόσωπος — πατατοκεφτές — κουκουές — ξυλίζω — ψαροκέφαλο — μήνυση — ισχύων — θερμομετρώ — αβρός — μωαμεθανίδα — εβδομήντα — μονομάχος — πεδουκλά — μέλω — μουτούλι — αγνωστικιστικός |
|||