Новогреческий словарь
καταπείθω
καταπείθω
(αόρ. κατέπεισα)
окончательно убеждать, уговаривать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
окончательно убеждать
? —
καταπείθω
как на
(ново)греческом
будет слово
уговаривать
? —
καταπείθω
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταπείθω
? — окончательно убеждать, уговаривать
#
(ново)греческий словарь
—
κομιτεία
—
αιμορροΐδα
—
μολυβδοσωλήνας
—
ταρτορούγα
—
συνδαυλιστής
—
βωλοστροφία
—
αρχή
—
αγούνιαστος
—
καταχαρούμενος
—
χηνάρι
—
καλπασμός
—
σχοινοτενώς
—
φασιστόμουτρο
—
ξενηστικωμένος
—
λερώνομαι
—
δεινοπάθημα
—
σκατούλα
—
δίπνευστος
—
αρχιεργάτρια
—
ευπαίδευτος
—
αφίλητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,