|
αόρ. от πείθω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έπεισα? — — τεσσεράμισι — μύλαξ — Χριστουγεννιάτης — υποκρίνομαι — τρισέγγονος — ιπποφορβείο — γούζω — ακάτιος — πανδαιμόνιο — δανικός — ήρθα — σχοινοβάτης — μπριάνι — αιγόδερμα — εκχωματίζω — ορυκτολογικός — εσωκλείω — κηροστάτης — ενόραση — βραδυπλοώ — αρθρίτιδα |
|||