|
η ампула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ампула? — αμπούλλα как с (ново)греческого переводится слово αμπούλλα? — ампула — οδοντοτεχνίτης — γεώμορο — προφυλακιστέος — πιανίσιμο — αγαθά — λεπτότητα — έσω — υαλοθέτης — λογιάζομαι — σοναλλαγματικός — συμψηφίζω — τρόφιμα — μιάμιση — ψηφίδωμα — σταλαγμίτης — λοφάκι — κωδίκελλος — σκέτα — λέσι — άρκευθος — απαλλοτριωθείς |
|||