|
ο уст. урожай; === πλούσιος ~ γνώσεων — богатейшие знания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово урожай? — αμητός как с (ново)греческого переводится слово αμητός? — урожай — κοίλος — διαπερατός — σακχαροποιία — ωσμωτικότητα — αοριστία — οδυνηρά — τρίκωχος — βελτιώνω — συνεβγαλτής — παραγγελιά — χαϊδιάρης — ποσοτικός — διεκπεραιώτρια — αντικαταθλιπτικός — αιμοπετάλιο — αθέτησις — απάγγιο — ξαφριστήρι — πατατόπιτα — μαυροκούκι — αυθυπαρξία |
|||