|
η мед. кала-азар, лейшманиоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кала-азар? — λεϊσμανίαση как на (ново)греческом будет слово лейшманиоз? — λεϊσμανίαση как с (ново)греческого переводится слово λεϊσμανίαση? — кала-азар, лейшманиоз — γενωμένος — μυστικοπαθής — Μακαριώτατος — κατακρήμνιση — κατάλογος — φατνοοδοντικός — κρημνός — εκατοστάρι — στιλβωτικός — γαλακτόρροια — φυτογεωγραφικός — επεκτατνκός — αναγόμωση — μεταθέσιμος — κοσμοναύτης — σταλικώνω — υπόκωφος — αβροέπεια — στοκ — φεγγαράδα — θερμαντικό |
|||