|
το 1) известь; 2) асбест #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово известь? — ασβέστι как на (ново)греческом будет слово асбест? — ασβέστι как с (ново)греческого переводится слово ασβέστι? — известь, асбест — κόντης — ανομοιώνω — ανηφοροκατήφορος — κορασάνι — σάχλας — καπνοκαλλιεργεια — επιδοκιμασία — τοτεμισμός — εξώπροικος — χυδαιολογία — λαοκρατικός — σοφιστικός — κατούρημα — πλούτη — εικονολατρία — νοικοκυρά — ρήσος — δαδί — κατακλυσμιαίος — αλλιώς — φουστανέλλα |
|||