|
(-εως) η плавление; растапливание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плавление? — διάτηξις как на (ново)греческом будет слово растапливание? — διάτηξις как с (ново)греческого переводится слово διάτηξις? — плавление, растапливание — αναχωματισμός — μαρμαρουργία — θρούμπα — πρωτοτυπώ — τετραπληγία — άκληρος — υπνογένεια — ψαροπάζαρο — δεχούμενος — μεταβάλλω — ιστορώ — διέκθλιψις — ευχαρίστηση — δημόσιο — σαμαρωμένος — ευφημιστής — φειδωλός — υπερίτης — διηθητικός — γειτονία — επαφίεμαι |
|||