|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαφυραγωγημένος? — — αλσύλλιο — Αγγλίδα — φουστανάκι — εξασθενωτικός — τυλώνω — εξολκέας — αναστάτωση — ρουφηξιά — ανεμόβροχο — αποβουτύρωση — αποκαίγω — έγγραφος — εισηγητικός — γαντοφορεμένος — καθίζω — χρεοκοπία — δυσπιστία — ανομοιόσχημος — χούμος — γουρνοχαρά — αξεφούρνιστος |
|||