Новогреческий словарь
δημαρχίνα
δημαρχίνα
η 1)
жена мэра
;
2)
женщина-мэр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жена мэра
? —
δημαρχίνα
как на
(ново)греческом
будет слово
женщина-мэр
? —
δημαρχίνα
как с
(ново)греческого
переводится слово
δημαρχίνα
? — жена мэра, женщина-мэр
#
(ново)греческий словарь
—
αλοπλαγκτόν
—
μανταλωτός
—
γιορτιαστικός
—
ψιχαλίζει
—
δισκοειδής
—
ξεμοναχιασμένος
—
μισερώνω
—
γλιάζω
—
προαγωγός
—
αλάθευτος
—
αγκαθερός
—
ανθρωπινός
—
σαρωτικός
—
γκρεμίζομαι
—
ηλεκτροβιολογία
—
οικισμός
—
παραβγαίνω
—
αναλογισμός
—
θεοκατάρατος
—
ομπροστά
—
ευκατάσβεστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве