|
η расход, затрата; πολεμικές ~ες — военные расходы; ~ χρόνου — расход времени; ιδία ~ — за свой собственный счёт; δημοσία ~ — за счёт государства #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расход? — δαπάνη как на (ново)греческом будет слово затрата? — δαπάνη как с (ново)греческого переводится слово δαπάνη? — расход, затрата — αμεταγλώττιστος — αβύζος — πόλισμαν — ευκαταμάχητος — αναθεματίζω — αντρόπιαστος — σέρζ — βρογχοφωνία — γλυκόξυνος — ανακατώνομαι — λιπογονία — ερεισίνωτον — βιτριολικός — κουμαντάρω — δεντροκοπώ — παναμαδάκι — καταφανής — πάλι — υπερτατικός — διεβλήθην — αλμυρόγεως |
|||