|
нитратный (о растениях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нитратный? — νιτρόφιλος как с (ново)греческого переводится слово νιτρόφιλος? — нитратный — άσμα — ταξιδεύω — ανανάριστος — αντιζύγιασμα — αρτάνη — αλώπηξ — βαρκαρόλλα — τυροκομείο — εκσπονδος — παλιοτόμαρο — κυτταρινικός — σύστρεψη — γρασιδότοπος — ωόσωμα — μαζύ — σιροπιάζω — αταχυδρόμητος — τραγικοποιούμαι — αργυροχόος — γωνιολάβος — εσταντανέ |
|||