|
финн #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово финн? — Φιλλανδέζος как с (ново)греческого переводится слово Φιλλανδέζος? — финн — βαθύνω — βραδύς — χάλκινος — τριμερής — ελικωτόν — λυπώ — αποτραβηγμός — ευπρόσδεκτος — ακατανόητος — καθοριστικός — κεφαλιάτικο — κουλουράκι — δεμάτιασμα — Άραβας — αντιυγροσκοπικός — σκάκκι — χειροστρόφαλος — αποφθείρω — κηπευτός — οβελιστέος — αμοίραγος |
|||