|
το (машинная) строчка, шов; ράπτω ~ σέ... — строчить, прострочить что-л. #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово строчка? — γαζί как на (ново)греческом будет слово шов? — γαζί как с (ново)греческого переводится слово γαζί? — строчка, шов — ξώφαρσα — πάπια — εντεροκήλη — τσελιγκοπούλα — πιτσουνάκι — παρθενωπός — αφιλομαθία — εξηκονταετία — ομαλοποιούμαι — ευσυγκινησία — γρηγορεύω — μεταξωσέντονο — κυπρίνος — οπωροπαντοπωλείο — εξολοθρευτικός — πολυανθής — συμβολαιογράφος — κινητός — δενδροκομία — φουντουκής — στύλωμα |
|||