|
визирный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово визирный? — διοπτικός как с (ново)греческого переводится слово διοπτικός? — визирный — μαλαματοκαπνίζω — αυτοσχεδιαστικός — υδαρότητα — πνευμονοκονίαση — πριάπειος — ανδροπληθής — θηρεύω — ξεταπώνω — αηδονολαλίστρα — διστακτικότητα — σκεπαστικός — ηλεκτροπαραγωγή — τερψιλαρύγγιο — ρήμασμα — σηματοδότηση — διορθώνω — συμφυής — ρίκνωμα — συγγενειάζω — αλβανική — αρωματικό |
|||