|
семьсот раз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семьсот раз? — επτακοσιάκις как с (ново)греческого переводится слово επτακοσιάκις? — семьсот раз — μυθολόγος — μικροσκόπηση — ακαταπολέμητος — προπέτισσα — ακρισάριστος — καπρίτσιο — καλαφατίζω — αδικαιολόγητος — αξάβουλα — σκουληκομυρμηγκότρυπα — δημαρχεύω — επίπεδο — ανερούλιαστος — σφηκίσκος — αυλόπορτα — περισαίνω — άσπρος — πταίω — σκίζω — οδοντόκονη — μπατανόβουρτσα |
|||