Новогреческий словарь
ένεδρος
ένεδρ|ος
проживающий
где-л.
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
проживающий
? —
ένεδρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ένεδρος
? — проживающий
#
(ново)греческий словарь
—
κατάστημα
—
οικοκυροσύνη
—
πεντηκοντούτης
—
ακαμάτης
—
φανταρία
—
επισημείωση
—
αναλφαβητισμός
—
λεπτεπίλεπτος
—
αποχαιρετίζω
—
λιγνός
—
βεντετίζω
—
ξέμετρο
—
οδοντοπάθεια
—
χηνοτρόφος
—
γλωσσάδικο
—
θάλπω
—
ιώδης
—
συλητής
—
διάσελο
—
νομομαθής
—
χαλβαδοποιείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве