|
II с.-х. мергелевать (почву) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мергелевать? — μαργώνω как с (ново)греческого переводится слово μαργώνω? — мергелевать — εμβαπτίζω — νευριαστικός — σγουρός — γυναικομανία — κολοκυθιά — επακτή — λεπτουργείο — εξορκίζω — ανεπαίσχυντα — σήκωση — οδοντόκονη — απόλαυσμα — χοντρός — τέμπερα — παραφορτώνομαι — αθέτησις — περιηπατίτιδα — καφεκούτι — πιθανόν — αντονυμικός — μουτούλι |
|||