|
το уст. жаворонок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жаворонок? — χειμωνόπουλο как с (ново)греческого переводится слово χειμωνόπουλο? — жаворонок — αληθοφάνεια — ασκίον — κιρσός — αγκαθός — απείκασμα — οψικευόμενος — ταξιθέτηση — ατσίδι — χαμώρυγας — προβατικός — ζυμάρι — λαλαγγίτα — υψηλοτάτη — αναδρομάρισσα — αυτοσκοπός — απλοποιούμαι — χρύσωμα — αναλγησία — απειροστικός — σιγαλά — σκώψ |
|||