|
το 1) прокалывание; продырявливание; проделывание отверстия; 2) пронашивание (обуви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пронашивание? — τρύπημα как с (ново)греческого переводится слово τρύπημα? — пронашивание — ζωγράφημα — εκδήλωση — κοχλιός — μικροφιλόδοξος — αγριότητα — αναβαφτίζω — πατάσσω — γιαλοπερίγιαλο — συλλεκτικός — φευγιό — δοκιούμαι — συμβάλλω — μουσουλμανικός — ιστιοσανίδα — εξορύσσω — σπείραμα — θερμαντικός — ανεβροχιά — συγγενειάζω — καλοκαιρία — ανεμοστάτης |
|||