αρειμανίως

формы словаβ
αρειμανίως



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αρειμανίως? —


διάπηγμαπλοηγίαούτεπρογινώσκωδεόντωςμεγαλοϊδεάτικοςθέλωαμπελοφιλόσοφοςμουριάενήλιξουρανολογίααηδιάζωκρεμεζήςεξορκισμένοςαριοδάφνιυπενοικιάζωκαβγατζούεφευρετικόςαπανεμιάδεμάτιπλάνος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit