|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρειμανίως? — — διάπηγμα — πλοηγία — ούτε — προγινώσκω — δεόντως — μεγαλοϊδεάτικος — θέλω — αμπελοφιλόσοφος — μουριά — ενήλιξ — ουρανολογία — αηδιάζω — κρεμεζής — εξορκισμένος — αριοδάφνι — υπενοικιάζω — καβγατζού — εφευρετικός — απανεμιά — δεμάτι — πλάνος |
|||