|
το 1) жёлоб (мельничный); 2) сифон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жёлоб? — σιφούνι как на (ново)греческом будет слово сифон? — σιφούνι как с (ново)греческого переводится слово σιφούνι? — жёлоб, сифон — παγκάρι — φαρμακογνωσία — ασπροκίτρινος — απορριψιμιό — οινόφλυξ — μιλιέμαι — ερυθρόδανον — Γιουγκοσλάβος — αθλητής — σφρίγος — αχνάδα — συρικτός — συντριβάνι — μουντζαλώνω — πρωτοσύστατος — προεδρία — υπονομεύτρια — μη — υποκινώ — πλεγματικός — ναυαγισμένος |
|||