|
имеющий два отверстия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий два отверстия? — δίτρητος как с (ново)греческого переводится слово δίτρητος? — имеющий два отверстия — ηλεκτροδιαγνωστική — αμυγδαλένιος — ψείρα — εργοτόκρανον — αγριομιλώ — ηλεκτρόδιο — σιτία — απαντώ — παρεισφρέω — σχέση — λαμποκοπή — μαυροκέρασο — αρεσούμενος — μεφίτις — ξηροπήγαδο — ηλεκτροδυναμική — δογματική — παροδικώς — ανοιχτήρι — αριθμολογία — αναβαθμίση |
|||