Новогреческий словарь




δίτρητος

δίτρητ|ος
имеющий два отверстия


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово имеющий два отверстия? — δίτρητος
как с (ново)греческого переводится слово δίτρητος? — имеющий два отверстия


#(ново)греческий словарьσαρκώνωκλυστήριτραγοπόδαροςνομοθέτησηδιαιτήτριαακατάβλητοςκαινούργιοςθαοματουργόςασβεστόλακκοςαλληλογράφοςπειραματισμόςαιμόστικτοςαναγνώστριασαξονικόςπλησιέστεροςαρραβωνιάζομαιμπετονόκαρφοαλειμματοκέριβρογχοσκοπίατυμβωρυχίαδίκοπος


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω