|
η мед. фурункулёз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фурункулёз? — δοθιήνωση как с (ново)греческого переводится слово δοθιήνωση? — фурункулёз — τρεχάτα — ερωτοτροπώ — νεβρίς — αυτοφυής — σαλτσιέρα — ανευθυνότητα — ανθοκήπιο — έντονος — αρβυλάς — νικέλινος — παλαιό- — γεωργία — ετοιμοπαράδοτος — μοντέλο — ξαγναντεύοντας — αποστάλαξη — καλομαθημένος — κατακέφαλα — αστοκρατία — φραγκισκανός — παροχετευτικός |
|||