Новогреческий словарь
υδροστάσιον
υδροστάσιον
το 1)
пруд
;
2)
садок
(для разведения рыб)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пруд
? —
υδροστάσιον
как на
(ново)греческом
будет слово
садок
? —
υδροστάσιον
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδροστάσιον
? — пруд, садок
#
(ново)греческий словарь
—
αστραχάς
—
μεταφόρτωση
—
ελαχον
—
δουλικά
—
ανακολλώ
—
δεκαεπταετία
—
καφέ-αμάν
—
χασμουριάρα
—
διατρέφω
—
ξεπαγιασμός
—
τρωγλοδυχώ
—
γραφικά
—
βουλευτικός
—
αντιστικτικά
—
κνησμονή
—
δακτυλιαίος
—
μέγαρο
—
κριμαϊκός
—
γλυφάδα
—
εξώπροικα
—
κοπάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве