|
το 1) машинное отделение; 2) ж.-д. депо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово машинное отделение? — μηχανοστάσιο как на (ново)греческом будет слово депо? — μηχανοστάσιο как с (ново)греческого переводится слово μηχανοστάσιο? — машинное отделение, депо — επόχθιον — αμαρτάνω — κατσαπρόκος — τερατομορφία — λεμόνι — ανεπιστημονικά — μονοπωλιακός — ξεκαρδιστικός — αντιπολιτεύομαι — φτερνιστήρι — δισεξάδελφος — χωστός — εξημέρωση — ωσάν — ρακοπότηρο — πατριαρχικός — αυτεξούσιος — κατακερματισμός — ποτοαπαγόρευση — δαιμονιακό — παρέκταμα |
|||