μηχανοστάσιο

формы словаβ
μηχανοστάσιο
το 1) машинное отделение;
2) ж.-д. депо



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово машинное отделение? — μηχανοστάσιο
как на (ново)греческом будет слово депо? — μηχανοστάσιο
как с (ново)греческого переводится слово μηχανοστάσιο? — машинное отделение, депо


επόχθιοναμαρτάνωκατσαπρόκοςτερατομορφίαλεμόνιανεπιστημονικάμονοπωλιακόςξεκαρδιστικόςαντιπολιτεύομαιφτερνιστήριδισεξάδελφοςχωστόςεξημέρωσηωσάνρακοπότηροπατριαρχικόςαυτεξούσιοςκατακερματισμόςποτοαπαγόρευσηδαιμονιακόπαρέκταμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit