|
обл. залпом, без передышки. #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово залпом? — αδευτέρωτα как на (ново)греческом будет слово без передышки? — αδευτέρωτα как с (ново)греческого переводится слово αδευτέρωτα? — залпом, без передышки — πικετοφορία — απολεπιστικός — φιλόθρησκος — σταυροφόρος — ευμένεια — υπολείπομαι — ξάνοιγμα — πλαγιοσπορά — σώβρακο — κογκάρδα — ελευθεροφρονώ — νεκρώνω — σηματοδότης — φαγεδαινικος — θεοσεβούμενος — τετυφωμένος — απολαβαίνω — φατριακός — περιάγω — ξινοστάφυλο — ρηγματάκι |
|||