|
рентгеновский; рентгенологический; ~ό εργαστήριο — рентгеновский кабинет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рентгеновский? — ακτινολογικός как на (ново)греческом будет слово рентгенологический? — ακτινολογικός как с (ново)греческого переводится слово ακτινολογικός? — рентгеновский, рентгенологический — αντοχή — ολόγυμνος — γοητεία — αδραχτιά — λιμνώδης — περισκελίς — ορυκτογεωλογία — φουτουριστικός — δονζουανικός — βενζόλιο — ατρύπωτος — χορείος — δεκαπενθήμερος — ανυφαντός — εκφυλλίζω — μαργώδης — ρυτίδωμα — ερωτομανής — επιλεκτικός — ολόθεν — εμπύημα |
|||