|
ο 1) : ~ βόθρων — ассенизатор; 2) эл. разрядник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разрядник? — εκκενωτής как с (ново)греческого переводится слово εκκενωτής? — разрядник — φυτρωμένος — νεφρόλιθος — κύστη — ανταμύνομαι — μοσχοβίτισσα — μουρντάρης — αξενίτευτος — κλέος — απαρόμοιαστος — αφύλλωτος — ορολογία — καθένας — αχώρητος — σκληρόμετρο — δαντελλάς — σίτεμα — δεκατετραετία — πρόγονος — νταβίδι — μαλλίνα — εμφανιστήριο |
|||