Новогреческий словарь
εκκενωτής
εκκενωτ|ής
ο 1) :
~ βόθρων — ассенизатор
;
2) эл.
разрядник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разрядник
? —
εκκενωτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκκενωτής
? — разрядник
#
(ново)греческий словарь
—
κεφαλικός
—
ωτοπαθολογικό
—
δροσό
—
ψυχισμός
—
επιπλοποιία
—
λογομαχώ
—
δημοσιά
—
πλύντης
—
ομογνωμοσύνη
—
πυραμίδα
—
λαϊκός
—
πονεντογάρμπης
—
στενοπορία
—
τρύπησιά
—
ξινομηλιά
—
άτακτος
—
ξεστουπωτήρι
—
μυγιαστήρι
—
νταλκάς
—
Νεκτάριος
—
χοοχουλίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве