|
η мед. спазм(а) , судорога [x:trans]спазм,спазма;судорога[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спазм? — συνολκή как на (ново)греческом будет слово спазма? — συνολκή как на (ново)греческом будет слово судорога? — συνολκή как с (ново)греческого переводится слово συνολκή? — спазм, спазма, судорога — κεραμικός — λαχίδι — βιδελλήσιος — εθνικιστής — αναπαμένος — μελομακάρονο — εποίνιον — έφοδος — σεπτεμβριάτικος — παθογένεια — πανδημία — συνύπαρξη — πρωτοκολλημένος — πυρόλυση — ξεσέλλωτος — ανθρωπομορφικά — ερευνώμαι — ετυμολογώ — ωδίνω — δεκαημερία — αμμοθήκη |
|||