|
монотеистический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монотеистический? — μονοθεϊστικός как с (ново)греческого переводится слово μονοθεϊστικός? — монотеистический — σαλπιγγίτιδα — ανεξύπνητος — εκπήδηση — πραγματεία — καταλέγω — περιλούζω — τσιμπούκι — απατίκωτος — ακαδημαϊκός — πρωρατικά — πυροβολοστάσιον — προσκοπικός — μυροποιία — ομοιοκατάληκτος — φθίση — πριονιστήριο — γουρουνόψαρο — βιδόνια — μηχανοκάϊκο — θαρρύνω — ραμολί |
|||