|
(-ητος) η запоздалость, задержка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запоздалость? — οψιμότητα как на (ново)греческом будет слово задержка? — οψιμότητα как с (ново)греческого переводится слово οψιμότητα? — запоздалость, задержка — ανημπόρευτος — διαμαντόσκονη — σιγανοψιχάλα — τερτίπι — πασιφανής — λούτζα — γκιούλι — ορυκτολόγος — ερωτιάρα — απομαγνήτιση — καπιταλισμός — αξήλωτος — λευκασμένος — πάρολκος — αγρότισσα — μακρόχρονος — γαλβανίζω — κασίδα — αριθμητήριο — γλυκολαλιά — εγχειρησούλα |
|||