|
оплодотворять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оплодотворять? — γονιμοποιώ как с (ново)греческого переводится слово γονιμοποιώ? — оплодотворять — ταλάντευση — χοληστερόλη — αδιάρλητο — εαυτός — κλώσιμο — οδικός — ροιάς — ηφαιστειώδης — ξεγοφιάζω — φωλεά — τυραγνάω — μαρμαίρω — εύξεινος — μασημένος — επιπληκτικός — καταπολέμηση — μάππα — λέγειν — βόριο — ειδοποίηση — σαρανταριά |
|||