|
мирить, примирять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мирить? — συμφιλιώνω как на (ново)греческом будет слово примирять? — συμφιλιώνω как с (ново)греческого переводится слово συμφιλιώνω? — мирить, примирять — κατηγορικός — σιγμοειδής — κστεύθυνση — ξεβλαστάρωμα — ποδοκλωτσώ — εγκεφαλοπάθεια — προσχωρώ — αντιπροπαρασκευή — ομόφωνος — μαλακτικός — προφήτεμα — αηδών — ενταλματήριον — ινδιάνα — ανισομερής — αναφλεκτήρας — Θεσσαλία — συμπτύσσω — αχλωροφυλλία — χειροκροτητής — καλόβολος |
|||