|
η палка; дубина; θά φάς ~ — [phrase]ты получишь берёзовой каши[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово палка? — ματσούκα как на (ново)греческом будет слово дубина? — ματσούκα как с (ново)греческого переводится слово ματσούκα? — палка, дубина — ανισόρροπα — τετράδυμος — φωτοτροπισμός — εξόγκωση — παννάδα — καμπινέ — στάση — αυριανός — διεκπνέω — αποκεντρώνω — ιχθυογραφία — εμβολάς — καταδρομή — επώθηση — ποδηλασία — μειοδότρια — επιβάλλω — νικητήρια — ανορθωμένος — αντιφέρνω — παγιδεύω |
|||