|
грам. притяжательный; ~ή αντωνυμία — притяжательное местоимение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово притяжательный? — κτητικός как с (ново)греческого переводится слово κτητικός? — притяжательный — εκπαρθενεύω — γαϊτάνι — κυπριακός — φιλανθρωπία — βυνοποιία — γιοφύλλι — πλουτολογία — γάβανος — χουγιάζω — μαυροθαλασσίτικος — ελληνοπούλα — υποδεκάμετρο — περικάλυμμα — μπανάκι — εκπέταση — βράζω — χωνάκι — αρχίζω — προκληροδότημα — καταστέλλω — πλίνθωμα |
|||