|
ретроспективно, оглядываясь назад #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ретроспективно? — αναδρομικά как на (ново)греческом будет слово оглядываясь назад? — αναδρομικά как с (ново)греческого переводится слово αναδρομικά? — ретроспективно, оглядываясь назад — σβήστρα — δίπραχτος — αεριοποιώ — προστάζω — εκμαυλιστής — γελαδίτσα — ψευτοκουλτούρα — κουβαρντοσύνη — προσωπογράφος — πυρολάτρις — τοξότης — προσηνέχθην — μνημοτεχνική — επονομαζόμενος — ξυλολατρεία — ορνιθαρειό — κρισιμότητα — ασυγκέντρωτος — πυρρός — ρέψιμο — σκέρτσο |
|||